• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

kot

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις

Πολωνικά (pl) Επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kot koty
γενική kota kotów
δοτική kotu kotom
αιτιατική kota koty
οργανική kotem kotami
τοπική kocie kotach
κλητική kocie koty


  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kɔt/
Ήχος (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

kot (pl) αρσενικό

  • (ζωολογία) η γάτα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • kociak
  • kocię
  • kotek
  • kotka
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=kot&oldid=4698800"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Αυγούστου 2020, στις 06:28

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Αυγούστου 2020, στις 06:28.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie