Ετυμολογία

επεξεργασία
kotek < υποκοριστικό του kot

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkɔtɛk/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kotek (pl) αρσενικό

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

kotek (pl)

  • kotka στη γενική του πληθυντικού