kotek
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- kotek < υποκοριστικό του kot
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kotek (pl) αρσενικό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
kotek (pl)
- kotka στη γενική του πληθυντικού
kotek (pl) αρσενικό
kotek (pl)