γατάκι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γατάκι | τα | γατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γατάκι | τα | γατάκια |
κλητική | γατάκι | γατάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γατάκι < γάτ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaˈta.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐τά‐κι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γατάκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του γάτα
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη γατάκια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γάτα
γατάκι
|