κεραμιδόγατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κεραμιδόγατος < κεραμίδ(ι) + -ό- + γάτος (που κυκλοφορούσε ελεύθερος στα κεραμίδια των σπιτιών)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κεραμιδόγατος αρσενικό (θηλυκό κεραμιδόγατα)
- αδέσποτη γάτα
- (μεταφορικά) γάτα άγνωστης ράτσας
- (μεταφορικά) άντρας χωρίς μόνιμη σχέση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κεραμιδόγατος
|