Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κεραμιδόγατα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κεραμιδόγατ
α
οι
κεραμιδόγατ
ες
γενική
της
κεραμιδόγατ
ας
των
κεραμιδόγατ
ων
αιτιατική
την
κεραμιδόγατ
α
τις
κεραμιδόγατ
ες
κλητική
κεραμιδόγατ
α
κεραμιδόγατ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κεραμιδόγατα
<
κεραμιδόγατ(ος)
+
-α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κεραμιδόγατα
θηλυκό
θηλυκό
του
κεραμιδόγατος