gato
Βενετικά (vec)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
gato (vec)
Πορτογαλικά (pt) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gato | gatos |
θηλυκό | gata | gatas |
gato (pt) αρσενικό
gato (vec)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gato | gatos |
θηλυκό | gata | gatas |
gato (pt) αρσενικό