γατί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γατί | τα | γατιά |
γενική | του | γατιού | των | γατιών |
αιτιατική | το | γατί | τα | γατιά |
κλητική | γατί | γατιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γατί < μεσαιωνική ελληνική γατί ή γατί(ο)ν < κατίον, υποκοριστικό του κάττα < λατινική cattus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγατί ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γάτα