κάττα
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάττᾰ | αἱ | κάτται | ||||
γενική | τῆς | κάττης | τῶν | καττῶν | ||||
δοτική | τῇ | κάττῃ | ταῖς | κάτταις | ||||
αιτιατική | τὴν | κάττᾰν | τὰς | κάττᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κάττᾰ | κάτται | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κάττᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κάτταιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κάττα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (θηλαστικό ζώο) γάτα → δείτε τη λέξη αἴλουρος (αρχαία ελληνικά)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κάττος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία
- κάττα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.