Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γατίσιος η γατίσια το γατίσιο
      γενική του γατίσιου της γατίσιας του γατίσιου
    αιτιατική τον γατίσιο τη γατίσια το γατίσιο
     κλητική γατίσιε γατίσια γατίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γατίσιοι οι γατίσιες τα γατίσια
      γενική των γατίσιων των γατίσιων των γατίσιων
    αιτιατική τους γατίσιους τις γατίσιες τα γατίσια
     κλητική γατίσιοι γατίσιες γατίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γατίσιος < γάτ(α) + -ίσιος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaˈti.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐τί‐σιος

  Επίθετο επεξεργασία

γατίσιος, -α, -ο

  1. που αναφέρεται ή ανήκει σε μία γάτα
  2. που μοιάζει με κάποιο χαρακτηριστικό της γάτας
    τον κοίταζε με το γατίσιο βλέμμα της

  Μεταφράσεις επεξεργασία