Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γατόψαρο τα γατόψαρα
      γενική του γατόψαρου των γατόψαρων
    αιτιατική το γατόψαρο τα γατόψαρα
     κλητική γατόψαρο γατόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γατόψαρο < catfish, αναλύεται σε γάτ(α) + -ο- + -ψαρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γατόψαρο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία