γατόψαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γατόψαρο | τα | γατόψαρα |
γενική | του | γατόψαρου | των | γατόψαρων |
αιτιατική | το | γατόψαρο | τα | γατόψαρα |
κλητική | γατόψαρο | γατόψαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γατόψαρο < catfish, αναλύεται σε γάτ(α) + -ο- + -ψαρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγατόψαρο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- γατόψαρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία γατόψαρο