(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσούλα οι κατσούλες
      γενική της κατσούλας
    αιτιατική την κατσούλα τις κατσούλες
     κλητική κατσούλα κατσούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατσούλα< (άμεσο δάνειο) αλβανική kaçule / kësulë < λατινική casula (μανδύας με κουκούλα), υποκοριστικό του casa (καλύβα, εξοχικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ket- (καλύβα, παράπηγμα)
για τη «γάτα» < κατσ(ούλι) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < μεσαιωνική ελληνική κατσούλι (γατάκι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατσούλα θηλυκό (ιδιωματικό)

  1. η κουκούλα
  2. λοφίο στην κεφαλή πουλιού
  3. (παρωχημένο) οροφή άμαξας
  4. η γατούλα
    άλλες μορφές: κατσούλι
  5. η ομίχλη
    έχει κατσούλα το βουνό
  6. η κεφαλή χταποδιού

Συγγενικά επεξεργασία