ενικός         πληθυντικός  
mace maces

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meɪs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mace (en)

  1. απελατίκι
  2. μασίς



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mace (sq)