causette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
causette | causettes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcausette (fr) αρσενικό
- (οικείο) η κουβέντα, η φιλική συζήτηση, η ψιλοκουβέντα
- (πληροφορική) (Γαλλία) η άμεση γραπτή επικοινωνία στο ίντερνετ, το « τσατάρισμα »
Σημειώσεις
επεξεργασία- Η λέξη προτείνεται από τη Γαλλική Ακαδημία αντί για την αγγλική chat.
Συνώνυμα
επεξεργασία- chat (και tchat, tchate)
- clavardage (Κεμπέκ)
- calauder (Βέλγιο)
- dialogue en ligne (Γαλλία)
- tchatche