Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ίντερνετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική internet

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈin.teɾ.net/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ίντερνετ ουδέτερο άκλιτο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία