tchatche
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
tchatche | tchatches |
tchatche (fr) θηλυκό
- (πληροφορική) η άμεση γραπτή επικοινωνία στο διαδίκτυο, το « τσατάρισμα »
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις causette και clavardage