κουβέντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουβέντα | οι | κουβέντες |
γενική | της | κουβέντας | — | |
αιτιατική | την | κουβέντα | τις | κουβέντες |
κλητική | κουβέντα | κουβέντες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουβέντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουβέντα < κομβέντον / κονβέντον (ουδέτερο)[1] < κομβέντος / κονβέντος (αρσενικό) / κόμβενδος (συνάντηση, συνέλευση) < λατινική conventus (συνέλευση)[2] < convenio < con- + venio < πρωτοϊταλική *gʷenjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷm̥yéti < *gʷem- (προχωρώ) + *-yéti
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kuˈven.da/ και σε γρήγορο λόγο: ΔΦΑ : /kuˈve.da/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βέ‐ντα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβέντα θηλυκό
- συζήτηση που δεν έχει επίσημο χαρακτήρα ή συγκεκριμένο θέμα
- ⮡ είχαμε μια σύντομη κουβέντα
- φράση ή λόγος ή λέξη
- ⮡ μου είπε μια βαριά κουβέντα
- ⮡ δεν είπε κουβέντα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κουβέντα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κουβέντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.