κουβεντούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουβεντούλα | οι | κουβεντούλες |
γενική | της | κουβεντούλας | — | |
αιτιατική | την | κουβεντούλα | τις | κουβεντούλες |
κλητική | κουβεντούλα | κουβεντούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κουβεντούλα < υποκοριστικό του κουβέντα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακουβεντούλα θηλυκό
- (οικείο) συζήτηση για καθημερινά πράγματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία
- ο δάσκαλος μάλωσε δυο μαθητές που είχαν πιάσει ψιλή κουβεντούλα και ενοχλούσαν το μάθημα
- (οικείο) η λέξη που λέει ένα μωρό
- άρχισε κιόλας το μωρό να λέει κουβεντούλες!
Μεταφράσεις
επεξεργασία κουβεντούλα
|