πιάνω κουβέντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαπιάνω κουβέντα
- αρχίζω να κουβεντιάζω με κάποιον, ξεκινώ μια συζήτηση με κάποιον, συχνά άγνωστο
- είχε σκοπό να την πλησιάσει και να της πιάσει κουβέντα, αλλά δεν έβρισκε το θάρρος