κουβεντιαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουβεντιαστός < κουβεντιάζω + -τός < κουβέντα < λατινική conventus (συνέλευση) < convenio < con- + venio
Επίθετο επεξεργασία
κουβεντιαστός
- που γίνεται κουβεντιάζοντας, με κουβέντα
- (ουσιαστικοποιημένο) κουβεντιαστό
Συγγενικά επεξεργασία
- κουβεντιαστά
- → δείτε τη λέξη κουβέντα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουβεντιαστός
|