Δείτε επίσης: ward

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
word words

word (en)

  1. η λέξη, γλωσσική μονάδα που περιέχει σημασία και γραμματικό προσδιορισμό
      a monosyllabic/polysyllabic word - μονοσύλλαβη/πολυσύλλαβη λέξη
      In every language, new words are created, while old ones are lost.
    Σε κάθε γλώσσα νέες λέξεις δημιουργούνται, ενώ παλιές χάνονται.
      No Greek word has an accent before the antepenultimate syllable.
    Καμιά ελληνική λέξη δεν τονίζεται πριν από την προπαραλήγουσα.
      What does this word mean?
    Τι σημαίνει αυτή η λέξη;
      I don’t know a word of Russian.
    Δεν ξέρω ούτε λέξη Ρωσικά.
  2. η λέξη, η κουβέντα, κάτι που λέω
      I've been working for a month and not a word about payment.
    Δουλεύω ένα μήνα κι ούτε λέξη για πληρωμή.
      I didn’t understand a word of what she said to me.
    Δεν κατάλαβα ούτε λέξη απ΄ όσα μου ΄πε.
      I couldn’t get a word out of him.
    Δεν μπόρεσα να του πάρω λέξη.
      I don’t believe in a word of it.
    Δε πιστεύω ούτε λέξη.
      I can’t find words to express my gratitude to you.
    Δε βρίσκω λέξεις να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου.
      She put her thoughts into words.
    Εξέφρασε τις σκέψεις της με λέξεις.
      Regarding the fee increases, he didn't say a word.
    Αναφορικά με τις αυξήσεις στα τέλη, δεν είπε κουβέντα.
  3. (πληροφορική) λέξη
    δείτε επίσης: word στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας word
γ΄ ενικό ενεστώτα words
αόριστος worded
παθητική μετοχή worded
ενεργητική μετοχή wording

word (en)

  • διατυπώνω, γράφω ή λέω κάτι με συγκεκριμένες λέξεις
      You could word your objections more politely.
    Θα μπορούσες να διατυπώσεις τις αντιρρήσεις σου πιο ευγενικά.
      The way the agreement was worded, it doesn’t provide for us.
    Έτσι όπως διατυπώθηκε η συμφωνία, δε μας κατοχυρώνει.