ακουβέντιαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακουβέντιαστος < α- + κουβεντιάζω + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ακουβέντιαστος, -η, -ο
- που δεν τον κουβεντιάζουν
- που δεν τον κουτσομπολεύουν
- (σπάνιο) οξύθυμος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κουβεντιάζω και κουβέντα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακουβέντιαστος
|