calauder
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
calauder | calauders |
calauder (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) (Βέλγιο) η άμεση γραπτή επικοινωνία στο ίντερνετ, το « τσατάρισμα »
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
calauder | calauders |
calauder (fr) αρσενικό