αγγελούδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγγελούδι | τα | αγγελούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αγγελούδι | τα | αγγελούδια |
κλητική | αγγελούδι | αγγελούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγγελούδι < άγγελ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούδι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈlu.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γε‐λού‐δι
- ομόηχο: Αγγελούδη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγελούδι ουδέτερο
- μικρός άγγελος
- (μεταφορικά) όμορφο μωρό
- (μεταφορικά) ήρεμο παιδί
- ※ Μπορεί ένα παιδί να γεννηθεί κακό; Ή μήπως ο λανθασμένος τρόπος ανατροφής εξηγεί γιατί το αγγελούδι γίνεται μεγαλώνοντας κακοποιό στοιχείο;
- Από πού πηγάζει η ανθρώπινη κακία;, Η Καθημερινή, 17 Ιουλίου 2011
- ※ Μπορεί ένα παιδί να γεννηθεί κακό; Ή μήπως ο λανθασμένος τρόπος ανατροφής εξηγεί γιατί το αγγελούδι γίνεται μεγαλώνοντας κακοποιό στοιχείο;
- (κατ’ επέκταση) το μικρό παιδί
- ⮡ κοιμήσου αγγελούδι μου... (νανούρισμα)
- (μεταφορικά, ειρωνικό) το μεγάλο παιδί (ο ενήλικος) που φέρεται εξαιρετικά βολικά και θετικά
- ⮡ Σαν αγγελούδι είσαι σήμερα. Τι μου κρυβεις;
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αγγελούδι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγγελούδι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)