Δείτε επίσης: λεύκα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λεύκα οι Λεύκες
      γενική της Λεύκας των Λευκών
    αιτιατική τη Λεύκα τις Λεύκες
     κλητική Λεύκα Λεύκες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λεύκα < λεύκα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈlef.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λεύ‐κα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λεύκα θηλυκό

  1. ονομασία οικισμών και τοπωνυμίων της Ελλάδας
  2. οικισμός της Κύπρου, στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της Επαρχίας Λευκωσίας
    δείτε και Λευκά ή Λέουκα
  3. γυναικείο όνομα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία