Ετυμολογία

επεξεργασία
dub< αρχαίο αγγλικό dubban (χτυπώ)
ενεστώτας dub
γ΄ ενικό ενεστώτα dubs
αόριστος dubbed
παθητική μετοχή dubbed
ενεργητική μετοχή dubbing

dub (en)

  1. βγάζω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ένα συγκεκριμένο όνομα, συχνά με χιουμοριστικό ή επικριτικό τρόπο
    ⮡  The class dubbed her Mrs. Doremi.
    Η τάξη την έβγαλε κυρία Ντορεμί.
  2. χρίζω (κάνω) κάποιον ιππότη
  3. αποκαλώ, τιτλοφορώ
    A man of wealth is dubbed a man of worth. Alexander Pope

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dub < double
ενεστώτας dub
γ΄ ενικό ενεστώτα dubs
αόριστος dubbed
παθητική μετοχή dubbed
ενεργητική μετοχή dubbing

dub (en)

  1. παράγω ένα αντίγραφο από μια αρχική μαγνητοφώνηση
  2. εγγράφω τον ήχο σε μια κινηματογραφική ταινία
  3. μεταγλωττίζω, ντουμπλάρω[1], αντικαθιστώ τους πρωτότυπους διαλόγους μιας ταινίας με μεταφρασμένους
  4. αναμιγνύω διαφορετικές ηχητικές εγγραφές για να παράγω μια καινούρια
     συνώνυμα: remix

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dub dubs

dub (en)

  1. (μουσική) η ηχητική εγγραφή που προκύπτει μετά την αφαίρεση των φωνητικών από ένα μουσικό κομμάτι
  2. (μουσική) είδος ρέγκε μουσικής που περιλαμβάνει την [μείξη]] διαφορετικών ηχητικών εγγραφών

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dub (bs)

  1. βελανιδιά


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dub (hr)

  1. (παρωχημένο) η βελανιδιά


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dub (sr)

  • λατινική γραφή του дуб


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dub (sk)

ενικός πληθυντικός
ονομαστική dub duby
γενική duba, dubu dubov
δοτική dubu dubom
αιτιατική dub duby
κλητική dub, dube duby
τοπική dube duboch
οργανική dubom dubmi, dubami


  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dup/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dub (cs)

Συγγενικά

επεξεργασία


  Πρόθεση

επεξεργασία

dub (vo)