• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

δρυς

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : δρῦς

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Δείτε επίσης
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δρυς οι δρύες
      γενική της δρυός των δρυών
    αιτιατική τη δρυ τις δρυς
     κλητική δρυ δρύες
όπως «δρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δρυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρῦς

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

δρυς θηλυκό

  • (δέντρο) η βελανιδιά

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • δρύινος
  • δρυμός
  • Δρυάδες
  • δρυμώδης
  • δρυοβάλανος
  • δρυοβαφής
  • δρυοδεψία
  • δρυοκολάπτης
  • δρυμοβάτης
  • δρυόπη
  • δρυοδεψία
  • δρυμοφυλακή

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • δρυς στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    δρυς

→ δείτε τη λέξη βελανιδιά

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=δρυς&oldid=5389092"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Δεκεμβρίου 2021, στις 09:09

Γλώσσες

    • English
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Lietuvių
    • Polski
    • Română
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Δεκεμβρίου 2021, στις 09:09.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie