δρυς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δρυς | οι | δρύες |
γενική | της | δρυός | των | δρυών |
αιτιατική | τη | δρυ | τις | δρυς |
κλητική | δρυ | δρύες | ||
όπως «δρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δρῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδρυς θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δρυς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία δρυς
→ δείτε τη λέξη βελανιδιά |