Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δρυάδες < αρχαία ελληνική δρῦς και κατάληξη -άδες κατά το Υάδες

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Δρυάδες θηλυκό, ενικ. δρυάς

νύμφες της αρχαία ελληνικής μυθολογίας που ζούσαν σε δρυμούς δρυών