ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρυοβάλανος αἱ δρυοβάλανοι
      γενική τῆς δρυοβαλάνου τῶν δρυοβαλάνων
      δοτική τῇ δρυοβαλάν ταῖς δρυοβαλάνοις
    αιτιατική τὴν δρυοβάλανον τὰς δρυοβαλάνους
     κλητική ! δρυοβάλανε δρυοβάλανοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρυοβαλάνω
γεν-δοτ τοῖν  δρυοβαλάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δρυοβάλανος (ελληνιστική κοινή) < δρῦς + βάλανος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δρυοβάλανος, -ου θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • βαλανίδι
    ※  1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 3.3, 7 @perseus.tufts.edu @wikisource
    οἱ δʼ ὄρειοι τὰ δύο μέρη τοῦ ἔτους δρυοβαλάνῳ χρῶνται ξηράναντες καὶ κόψαντες, εἶτα ἀλέσαντες καὶ ἀρτοποιησάμενοι ὥστʼ ἀποτίθεσθαι εἰς χρόνον. χρῶνται δὲ καὶ ζύθει· οἴνῳ δὲ σπανίζονται, τὸν δὲ γινόμενον ταχὺ ἀναλίσκουσι κατευωχούμενοι μετὰ τῶν συγγενῶν·

Συγγενικά

επεξεργασία