Δείτε επίσης: ἀποκαλῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκαλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποκαλέω / ἀποκαλῶ. Συγχρονικά αναλύεται σε απο- + καλώ

αποκαλώ, πρτ.: αποκαλούσα, αόρ.: αποκάλεσα, παθ.φωνή: αποκαλούμαι, π.αόρ.: αποκλήθηκα

  • ονομάζω κάποιον ή κάτι με ένα προσωνύμιο, παρατσούκλι ή χαρακτηρισμό

Μεταφράσεις

επεξεργασία