↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιωνόβιος η αιωνόβια το αιωνόβιο
      γενική του αιωνόβιου της αιωνόβιας του αιωνόβιου
    αιτιατική τον αιωνόβιο την αιωνόβια το αιωνόβιο
     κλητική αιωνόβιε αιωνόβια αιωνόβιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιωνόβιοι οι αιωνόβιες τα αιωνόβια
      γενική των αιωνόβιων των αιωνόβιων των αιωνόβιων
    αιτιατική τους αιωνόβιους τις αιωνόβιες τα αιωνόβια
     κλητική αιωνόβιοι αιωνόβιες αιωνόβια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιωνόβιος < ελληνιστική κοινή αἰωνόβιος, ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική age-old ή γαλλική séculaire)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.oˈno.vi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐ω‐νό‐βι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αιωνόβιος, -α, -ο

  1. που ζει για πολλά έτη
    ⮡  η ελιά είναι αιωνόβιο δέντρο
  2. (για πρόσωπα) που είναι σχεδόν 100 ετών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία