αιωνόβιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιωνόβιος < ελληνιστική κοινή αἰωνόβιος, ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική age-old ή γαλλική séculaire)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.oˈno.vi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐ω‐νό‐βι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
αιωνόβιος, -α, -ο
- που ζει για πολλά έτη
- ↪ η ελιά είναι αιωνόβιο δέντρο
- (για πρόσωπα) που είναι σχεδόν 100 ετών
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιωνόβιος
|