Ετυμολογία

επεξεργασία
centenaire < (nombre) centenaire

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
centenaire centenaires

centenaire (fr) αρσενικό

nous fêtons le centenaire de sa mort - γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από το θάνατό του

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
centenaire centenaires

centenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία