• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βαλανιδιά

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
    • 1.4 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλανιδιά οι βαλανιδιές
      γενική της βαλανιδιάς των βαλανιδιών
    αιτιατική τη βαλανιδιά τις βαλανιδιές
     κλητική βαλανιδιά βαλανιδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βαλανιδιά < βαλανίδ(ι) + -ιά

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /va.la.niˈðʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐λα‐νι‐διά

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βαλανιδιά θηλυκό

  • (δέντρο) άλλη μορφή του βελανιδιά

Πηγές

επεξεργασία
  • βαλανιδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βαλανιδιά&oldid=5640057"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 18:08

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Limburgs
    • Polski
    • Română
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Δεκεμβρίου 2022, στις 18:08.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας