chêne
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- chêne < chasne < από το κάτω λατινικό cassanus < γαλατική λέξη
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chêne | chênes |
chêne (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
chêne | chênes |
chêne (fr) αρσενικό