→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύσλοφος τὸ δύσλοφον
      γενική τοῦ/τῆς δυσλόφου τοῦ δυσλόφου
      δοτική τῷ/τῇ δυσλόφ τῷ δυσλόφ
    αιτιατική τὸν/τὴν δύσλοφον τὸ δύσλοφον
     κλητική ! δύσλοφε δύσλοφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύσλοφοι τὰ δύσλοφ
      γενική τῶν δυσλόφων τῶν δυσλόφων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσλόφοις τοῖς δυσλόφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσλόφους τὰ δύσλοφ
     κλητική ! δύσλοφοι δύσλοφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσλόφω τὼ δυσλόφω
      γεν-δοτ τοῖν δυσλόφοιν τοῖν δυσλόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δύσλοφος < δύσ- + λόφος

  Επίθετο

επεξεργασία

δύσλοφος, -ος, -ον, συγκριτικός:δυσλοφώτερος

  1. βαρύς, δυσβάσταχτος στον τράχηλο
  2. που δεν υπομένει ζυγό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία