δυσλοφώτερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσλοφώτερος < συγκριτικός βαθμός του δύσλοφος
Επίθετο
επεξεργασίαδυσλοφώτερος, -α, -ον
- συγκριτικός βαθμός του δύσλοφος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 931
- [ΠΡ.] καὶ τῶνδέ γ᾽ ἕξει δυσλοφωτέρους πόνους.
- [ΠΡ.] Κι άλλα πιο αβάσταχτ᾽ απ᾽ αυτά κακά θα πάθει.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- [ΠΡ.] καὶ τῶνδέ γ᾽ ἕξει δυσλοφωτέρους πόνους.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 931
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δύσλοφος
Πηγές
επεξεργασία- δύσλοφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δύσλοφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.