γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δυσλοφώτερος δυσλοφωτέρ τὸ δυσλοφώτερον
      γενική τοῦ δυσλοφωτέρου τῆς δυσλοφωτέρᾱς τοῦ δυσλοφωτέρου
      δοτική τῷ δυσλοφωτέρ τῇ δυσλοφωτέρ τῷ δυσλοφωτέρ
    αιτιατική τὸν δυσλοφώτερον τὴν δυσλοφωτέρᾱν τὸ δυσλοφώτερον
     κλητική ! δυσλοφώτερε δυσλοφωτέρ δυσλοφώτερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δυσλοφώτεροι αἱ δυσλοφώτεραι τὰ δυσλοφώτερ
      γενική τῶν δυσλοφωτέρων τῶν δυσλοφωτέρων τῶν δυσλοφωτέρων
      δοτική τοῖς δυσλοφωτέροις ταῖς δυσλοφωτέραις τοῖς δυσλοφωτέροις
    αιτιατική τοὺς δυσλοφωτέρους τὰς δυσλοφωτέρᾱς τὰ δυσλοφώτερ
     κλητική ! δυσλοφώτεροι δυσλοφώτεραι δυσλοφώτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσλοφωτέρω τὼ δυσλοφωτέρ τὼ δυσλοφωτέρω
      γεν-δοτ τοῖν δυσλοφωτέροιν τοῖν δυσλοφωτέραιν τοῖν δυσλοφωτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσλοφώτερος < συγκριτικός βαθμός του δύσλοφος

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσλοφώτερος, -α, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία