Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσλόφως < δύσλοφ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

δυσλόφως

  • επώδυνα, ανυπόμονα
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 303 (299-303)
    πιμπρᾶσιν, ἢ τί δρῶσι, Τρῳάδες μυχούς, | ὡς ἐξάγεσθαι τῆσδε μέλλουσαι χθονὸς | πρὸς Ἄργος, αὑτῶν τ᾽ ἐκπυροῦσι σώματα | θανεῖν θέλουσαι; κάρτα τοι τοὐλεύθερον | ἐν τοῖς τοιούτοις δυσλόφως φέρει κακά.
    Μην ίσως οι Τρωαδίτισσες, που μάθαν | πως θα τις στείλουν στο Άργος, στις καλύβες | βάλαν φωτιά και πέφτουν να καούνε; | Σε τέτοιας δυστυχίας ζυγό δε σκύβουν | οι ελεύθεροι εύκολα έτσι το κεφάλι.
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr