Δείτε επίσης: Σβέρκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σβέρκος οι σβέρκοι
      γενική του σβέρκου των σβέρκων
    αιτιατική τον σβέρκο τους σβέρκους
     κλητική σβέρκε σβέρκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σβέρκος < (άμεσο δάνειο) αλβανική zverk

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈzveɾ.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβέρ‐κος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σβέρκος αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • μας κάθισε στο σβέρκο: μας εξουσιάζει, μας τυραννάει
  • ψωνίσαμε από σβέρκο: λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει τη χαμηλή μας εκτίμηση για ένα πρόσωπο ή την απαισιοδοξία μας για την έκβαση μιας υπόθεσης.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία