σβέρκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σβέρκος | οι | σβέρκοι |
γενική | του | σβέρκου | των | σβέρκων |
αιτιατική | τον | σβέρκο | τους | σβέρκους |
κλητική | σβέρκε | σβέρκοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σβέρκος < (άμεσο δάνειο) αλβανική zverk
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈzveɾ.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβέρ‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασβέρκος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- μας κάθισε στο σβέρκο: μας εξουσιάζει, μας τυραννάει
- ψωνίσαμε από σβέρκο: λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει τη χαμηλή μας εκτίμηση για ένα πρόσωπο ή την απαισιοδοξία μας για την έκβαση μιας υπόθεσης.
Συγγενικά
επεξεργασία- ανάσβερκα
- ξεσβερκιάζομαι / ξεσβερκώνομαι
- ξεσβέρκιασμα / ξεσβέρκωμα
- σβερκιά
- σβέρκωμα
- σβερκώνω
- σβερκωμένος
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Σβέρκος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σβέρκος
|