Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβερκιά οι σβερκιές
      γενική της σβερκιάς των σβερκιών
    αιτιατική τη σβερκιά τις σβερκιές
     κλητική σβερκιά σβερκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβερκιά < σβέρκ(ος) + -ιά [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zver.ˈcia/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβερ‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σβερκιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία