Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεσβερκιάζομαι < ξε και σβερκιάζομαι

  Ρήμα επεξεργασία

ξεσβερκιάζομαι

  • ξεσβερκώνομαι, κρατάω το λαιμό μου σε αφύσικη θέση επί πολλή ώρα και πιάνομαι, πονώ, κουράζονται οι μυς της περιοχής του αυχένα και του λαιμού

→ δείτε τη λέξη ξεσβερκώνομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία