Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὑψίλοφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὑψίλοφος
<
ὕψι
+
λόφος
(λόφος και
λοφίο
, περικεφαλαία)
Επίθετο
επεξεργασία
ο, η
ὑψίλοφος
, το ὑψίλοφον και
με υψηλή κορυφή
ταί θ᾽ ὑπ᾽ Αἴτνας
ὑψιλόφου
που είναι
υψηλά
(π.χ. παράθυρα)