Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕψι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ewps

  Επίρρημα

επεξεργασία

ὕψι

  1. ψηλά
  2. ανοιχτά, στο πέλαγος

Συγγενικά

επεξεργασία