ὕψι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὕψι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ewps
Επίρρημα
επεξεργασίαὕψι
Συγγενικά
επεξεργασία- ὕψος
- ὑψόθι εις ύψος
- ὑψόθεν εκ του ύψος, από πάνω, από ψηλά και επάνω, ψηλά
- ὑψοῦ σε μεγάλο ύψος, σε μεγάλο βαθμό
- ὑψοῖ προς τα πάνω, προς τα ύψη
- ὑψόσε προς τα πάνω, προς τα ύψη
- ὑψόω
- ὕψωσις
- ὑψήεις, ποιητικά το ὑψηλός
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὕψι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὕψι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.