collis
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- collis < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
collis (la) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | collis | collēs |
γενική | collis | collium |
δοτική | collī | collibus |
αιτιατική | collem | collēs/collīs |
κλητική | collis | collēs |
αφαιρετική | colle | collibus |
Πηγές επεξεργασία
- collis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.