Ετυμολογία

επεξεργασία
collis < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

collis (la) αρσενικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική collis collēs
γενική collis collium
δοτική collī collibus
αιτιατική collem collēs/collīs
κλητική collis collēs
αφαιρετική colle collibus
(γ' κλίση)