λέπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lep- (φλούδα, φλοιός)
Ρήμα
επεξεργασίαλέπω
- ξεφλουδίζω, αφαιρώ την εξωτερική στρώση, τον φλοιό, το κέλυφος
- (μεταφορικά) δέρνω, ξυλοκοπώ κάποιον
- τρώω
Συγγενικά
επεξεργασίακαι τα παράγωγά τους:
Σύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.