Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lep- (φλούδα, φλοιός)

  Ρήμα επεξεργασία

λέπω

  1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ την εξωτερική στρώση, τον φλοιό, το κέλυφος
  2. (μεταφορικά) δέρνω, ξυλοκοπώ κάποιον
  3. τρώω

Συγγενικά επεξεργασία

και τα παράγωγά τους:

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία