πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεπίς αἱ λεπίδες
      γενική τῆς λεπίδος τῶν λεπίδων
      δοτική τῇ λεπίδ ταῖς λεπίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λεπίδ τὰς λεπίδᾰς
     κλητική ! λεπίς* λεπίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεπίδε
γεν-δοτ τοῖν  λεπίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπίς < θέμα λεπ- (όπως στο λέπω) + -ίς

Ουσιαστικό

επεξεργασία