↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπιδωτός η λεπιδωτή το λεπιδωτό
      γενική του λεπιδωτού της λεπιδωτής του λεπιδωτού
    αιτιατική τον λεπιδωτό τη λεπιδωτή το λεπιδωτό
     κλητική λεπιδωτέ λεπιδωτή λεπιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπιδωτοί οι λεπιδωτές τα λεπιδωτά
      γενική των λεπιδωτών των λεπιδωτών των λεπιδωτών
    αιτιατική τους λεπιδωτούς τις λεπιδωτές τα λεπιδωτά
     κλητική λεπιδωτοί λεπιδωτές λεπιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπιδωτός < αρχαία ελληνική λεπιδωτός < λεπιδόομαι < λεπίς < λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lep- (φλούδα, φλοιός)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.pi.ðoˈtos/

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπιδωτός, -ή, -ό

  1. που το σώμα του καλύπτεται με λέπια
  2. (βοτανική) φυτό με σχήμα φύλλων που θυμίζει λέπια
  3. (ουσιαστικοποιημένο) λεπιδωτά:
  4. (ερπετολογία) Λεπιδωτά (Squamata): τάξη ερπετών που το σώμα του καλύπτεται με λέπια
    υπώνυμα: Σαυρόμορφα > Οφίδια

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη λέπι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία