λεπιδωτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λεπιδωτός < αρχαία ελληνική λεπιδωτός < λεπιδόομαι < λεπίς < λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lep- (φλούδα, φλοιός)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /le.pi.ðoˈtos/
Επίθετο
επεξεργασία
λεπιδωτός, -ή, -ό
- που το σώμα του καλύπτεται με λέπια
- (βοτανική) φυτό με σχήμα φύλλων που θυμίζει λέπια
- (ουσιαστικοποιημένο) λεπιδωτά:
- (ερπετολογία) Λεπιδωτά (Squamata): τάξη ερπετών που το σώμα του καλύπτεται με λέπια
- υπώνυμα: Σαυρόμορφα > Οφίδια
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη λέπι