↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φολιδωτός η φολιδωτή το φολιδωτό
      γενική του φολιδωτού της φολιδωτής του φολιδωτού
    αιτιατική τον φολιδωτό τη φολιδωτή το φολιδωτό
     κλητική φολιδωτέ φολιδωτή φολιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φολιδωτοί οι φολιδωτές τα φολιδωτά
      γενική των φολιδωτών των φολιδωτών των φολιδωτών
    αιτιατική τους φολιδωτούς τις φολιδωτές τα φολιδωτά
     κλητική φολιδωτοί φολιδωτές φολιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φολιδωτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φολιδωτός < φολίς, φολιδ- + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

φολιδωτός, -ή, -ό

  • που καλύπτεται από φολίδες ή λέπια, όπως το δέρμα ερπετών ή ψαριών

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φολιδωτός φολιδωτή τὸ φολιδωτόν
      γενική τοῦ φολιδωτοῦ τῆς φολιδωτῆς τοῦ φολιδωτοῦ
      δοτική τῷ φολιδωτ τῇ φολιδωτ τῷ φολιδωτ
    αιτιατική τὸν φολιδωτόν τὴν φολιδωτήν τὸ φολιδωτόν
     κλητική ! φολιδωτέ φολιδωτή φολιδωτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φολιδωτοί αἱ φολιδωταί τὰ φολιδωτᾰ́
      γενική τῶν φολιδωτῶν τῶν φολιδωτῶν τῶν φολιδωτῶν
      δοτική τοῖς φολιδωτοῖς ταῖς φολιδωταῖς τοῖς φολιδωτοῖς
    αιτιατική τοὺς φολιδωτούς τὰς φολιδωτᾱ́ς τὰ φολιδωτᾰ́
     κλητική ! φολιδωτοί φολιδωταί φολιδωτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φολιδωτώ τὼ φολιδωτᾱ́ τὼ φολιδωτώ
      γεν-δοτ τοῖν φολιδωτοῖν τοῖν φολιδωταῖν τοῖν φολιδωτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φολιδωτός < φολίς, φολιδ- + -ωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

φολιδωτός, -ή, -όν