écailleux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écailleux | écailleux |
θηλυκό | écailleuse | écailleuses |
écailleux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écailleux | écailleux |
θηλυκό | écailleuse | écailleuses |
écailleux (fr)