φολίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φολίς | αἱ | φολίδες |
γενική | τῆς | φολίδος | τῶν | φολίδων |
δοτική | τῇ | φολίδῐ | ταῖς | φολίσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | φολίδᾰ | τὰς | φολίδᾰς |
κλητική ὦ! | φολίς* | φολίδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φολίδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φολίδοιν | ||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φολίς < θέμα φολ-, πιθανόν μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που βρίσκουμε στο φελλός[1] ή, [2] < φλόος, φλέω + -ίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφολίς, -ίδος θηλυκό
- φολίδα
- στίγμα στην επιφάνεια του δέρματος μιας λεοπάρδαλης ή ενός πάνθηρα
- (κατ’ επέκταση) κάθε στίγμα
- (ελληνιστική σημασία , ιατρική) επίδεσμος
- είδος διακόσμησης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ φολίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ φλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- φολίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.