φολίς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φολίς < αρχαία ελληνική φολίς
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φολίς θηλυκό
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | φολίς | φολίδε | φολίδες |
Γενική | φολίδος | φολίδοιν | φολίδων |
Δοτική | φολίδι | φολίδοιν | φολίσι(ν) |
Αιτιατική | φολίδα | φολίδε | φολίδας |
Κλητική | φολίς | φολίδε | φολίδες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φολίς < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φολίς θηλυκό
- φολίδα
- στίγμα στην επιφάνεια του δέρματος μιας λεοπάρδαλης ή ενός πάνθηρα
- (κατ' επέκταση) κάθε στίγμα
- (ιατρική) επίδεσμος
- είδος διακόσμησης