↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φολίς αἱ φολίδες
      γενική τῆς φολίδος τῶν φολίδων
      δοτική τῇ φολίδ ταῖς φολίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φολίδ τὰς φολίδᾰς
     κλητική ! φολίς* φολίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φολίδε
γεν-δοτ τοῖν  φολίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φολίς < θέμα φολ-, πιθανόν μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που βρίσκουμε στο φελλός[1] ή, [2] < φλόος, φλέω + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φολίς, -ίδος θηλυκό

  1. φολίδα
  2. στίγμα στην επιφάνεια του δέρματος μιας λεοπάρδαλης ή ενός πάνθηρα
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε στίγμα
  4. (ελληνιστική σημασία , ιατρική) επίδεσμος
  5. είδος διακόσμησης

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φολίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. φλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.