Δείτε επίσης: λεπιδωτά
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Λεπιδωτά
      γενική των Λεπιδωτών
    αιτιατική τα Λεπιδωτά
     κλητική Λεπιδωτά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

Λεπιδωτά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεπιδωτός στον πληθυντικό, μεταφραστικό δάνειο από διαγλωσσικούς όρους Squamata < λατινική squamatus (λεπιδωτός) < squāma (λέπι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /le.pi.ðoˈtα/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λεπιδωτά ουδέτερο, πληθυντικός

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη λέπι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Λεπιδωτά