↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κούρεμα τα κουρέματα
      γενική του κουρέματος των κουρεμάτων
    αιτιατική το κούρεμα τα κουρέματα
     κλητική κούρεμα κουρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κούρεμα < μεσαιωνική ελληνική κούρευμα < αρχαία ελληνική κουρά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈku.ɾe.ma/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κούρεμα ουδέτερο

  1. η κοπή των μαλλιών ανθρώπων ή ζώων
     συνώνυμα: κουρά
  2. (συνεκδοχικά) ο τρόπος που είναι κουρεμένα τα μαλλιά
  3. (μεταφορικά) η μείωση της αξίας των κρατικών ομολόγων, με απόφαση της κυβέρνησης μιας χώρας
  4. (μεταφορικά) ο ήχος και η φθορά που προκαλείται στα γρανάζια του κιβωτίου των ταχυτήτων των οχημάτων από κακή χρήση κατά την αλλαγή ταχύτητας

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη κουρεύω

Παράγωγα
επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία